νωτιαίος

νωτιαίος
-α, -ο (ΑΜ νωτιαῑος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια τού προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῑα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι τής σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νωτιαῖος — spinal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται στα νώτα ή που αναφέρεται σ αυτά: Νωτιαίος μυελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωτιαίος μυελός — Στοιχείο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. λ. μυελός οστών …   Dictionary of Greek

  • νωτιαῖον — νωτιαῖος spinal masc acc sg νωτιαῖος spinal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαῖα — νωτιαῖος spinal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαῖαι — νωτιαῖος spinal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαῖοι — νωτιαῖος spinal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • νωτιαία — νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc/acc dual νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”